περιβωμισμός

περιβωμισμός
ὁ, Α
η περιοχή γύρω από τον βωμό, ο περίβολος βωμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + βωμός + -ισμός (κατά τα παράγωγα τών ρ. σε -ίζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”